- ξυλικός
- -ή, -ό (Α ξυλικός, -ή, -όν) [ξύλον]το θηλ. ως ουσ. η ξυλικήξύλα που λαμβάνονται από υλοτομία τού δάσους και χρησιμοποιούνται στην οικοδομική ή σε κάποια άλλη εργασία, η ξυλείααρχ.1. αυτός που είναι φτειαγμένος από ξύλο, ξύλινος ή όμοιος με ξύλο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυλικόνα) σανιδωτό βήμα, ανάβαθροβ) ξύλινο περίφραγμα3. το θηλ. ως ουσ. το μονοπώλιο τής ξυλείας ή, κατ' άλλη ερμηνεία, γη κατάφυτη από δένδρα4. φρ. α) «ξυλικὸς καρπός» — ο καρπός τών δένδρωνβ) «ξυλικὴ ὕλη» — η ξυλεία.
Dictionary of Greek. 2013.